- ωμοσπάρακτος
- -ον, Ααυτός που έχει σπαραχθεί ζωντανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σπάρακτος (< σπαράσσω), πρβλ. νεο-σπάρακτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠμοσπάρακτον — ὠμοσπάρακτος torn in pieces raw masc/fem acc sg ὠμοσπάρακτος torn in pieces raw neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοσπάρακτα — ὠμοσπάρακτος torn in pieces raw neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοδάϊκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὠμοσπάρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. αὐτο δάϊκτος] … Dictionary of Greek